πέμποι

πέμποι
πέμποῑ , πέμπω
send
pres opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”